Displaying: 41-60 of 110 documents

0.174 sec

41. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 50
Παναγιώτης Καρακατσάνης, Λέλα Γώγου Η αυτονομία ως αγωγική συνιστώσα της κοινωνικοποίησης
abstract | view |  rights & permissions
Η έννοια της αυτονομίας διαμορφώνεται και καθιερώνεται από τον Ι. Kant ως η συγκρότηση και εκδήλωση μιας θεσμίζουσας και αυτοθεσμίζουσας ακηδεμόνευτης ανθρώπινης βούλησης, επηρεάζοντας καθοριστικά τον πολιτικοκοινωνικό στοχασμό ως τις μέρες μας. Σήμερα ο στοχασμός αυτός εμφανίζεται να σχετίζει την έννοια της αυτονομίας με την έννοια της κοινωνικοποίησης, δηλαδή την ενσωμάτωση. του υποκειμένου σε μια προκαθορισμένης μορφής λειτουργία, κινητικότητας και δράσης στην καταναλωτική κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας –όπως εμφανίζεται τουλάχιστον στην εκπαίδευση– η πρόσκτηση της αυτονομίας από το άτομο καθίσταται φενάκη. Η αυτονομία, που μόνο στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος μπορεί να εμπεδωθεί και να λειτουργήσει, είναι δυνατόν να προκύψει μόνο μέσα από έναν ριζικό δημοκρατικό μετασχηματισμό της υπάρχουσας κοινωνίας, γεγονός που θα απαιτούσε συγχρόνως και ένα νέο θεσμικό πλαίσιο καθώς και έναν νέο, διαφορετικό, πολιτικό σχεδιασμό.
42. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 50
Παναγιώτης Διδάχος, Σωτήρης Λυκουργιώτης Εκπαίδευση και ενδοσχολική βία: βασικές έννοιες στη φιλοσοφία του T. W. Adorno
abstract | view |  rights & permissions
O T. W. Adorno αρχίζει το δοκίμιο ‘Education after Auschwitz’ με τη φράση: «Η πρωταρχική απαίτηση από την παιδεία είναι το Άουσβιτς να μην επαναληφθεί», ανάγοντας έτσι το ζήτημα μιας παιδείας προσανατολισμένης στην αποτροπή του ολέθρου, σε μια νέα ηθική προσταγή, σε ένα ιδανικό που αφορά το σύνολο. Αυτή η παρατήρηση αποκτά σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας δεν έχει ως τις μέρες μας εκλείψει. Τα όλο και συχνότερα φαινόμενα βίας σε σχολεία των ΗΠΑ, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, αλλά και η αυξανόμενη βία σε σχολεία της Ελλάδας και των βαλκανικών χωρών υπό το βάρος της σημερινής πολυεπίπεδης κρίσης καθιστούν επίκαιρη μια αναψηλάφηση των βασικών εννοιών, τις οποίες εισήγαγε το έργο του T. W. Adorno για την εκπαίδευση. Στη σύντομη αυτή ανακοίνωση θα παρουσιάσουμε επτά βασικά σημεία πάνω στις έννοιες που ανέδειξε το έργο του φιλοσόφου, συζητώντας αυτές υπό το φως των σύγχρονων εμπειρικών δεδομένων και των φιλοσοφικών παρατηρήσεων. Οι μορφές ορθολογικότητας που αντιπαρατίθενται στην εκπαίδευση, η διττή μορφή της εκπαιδευτικής ιεραρχίας, η έννοια της τυποποίησης και της πραγμοποίησης, ο μηχανισμός της μνησικακίας καθώς και ο κριτικός αναστοχασμός, ως θεωρητική θεμελίωση ενός συνολικού εκπαιδευτικού επαναπροσανατολισμού, αναλύονται υπό το βάρος των σημερινών ερωτημάτων.
43. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 50
Γενοβέφα Παπαδήμα Άγνοια και γνώση: Μια κατασκευασιοκρατική προσέγγιση της σωκρατικής θεωρίας για τη μάθηση
abstract | view |  rights & permissions
Η παρούσα ανακοίνωση εξετάζει τη σχέση μεταξύ του κονστρουκτιβισμού (κατασκευασιοκρατίας) και της σωκρατικής παιδαγωγικής. Συγκεκριμένα εξετάζει, αν ένας δάσκαλος που είναι οπαδός της σωκρατικής παιδαγωγικής, μπορεί ταυτόχρονα να είναι και κονστρουκτιβιστής. Στο πρώτο μέρος της ανακοίνωσης γίνεται μια εννοιολογική αποσαφήνιση της θεωρίας του κονστρουκτιβισμού ως θεωρία μάθησης, καθώς και της σωκρατικής παιδαγωγικής. Στη συνέχεια ερευνάται το κατά πόσον η σωκρατική παιδαγωγική και ο κονστρουκτιβισμός μπορούν να συνυπάρξουν και να αλληλοσυμπληρωθούν. Μάλιστα γίνεται μια προσπάθεια αναζήτησης των κοινών συντεταγμένων μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα εντοπίζονται και ορισμένα σημεία εκ διαμέτρου αντίθετα. Η ανακοίνωση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η σωκρατική παιδαγωγική είναι ο προπομπός του κονστρουκτιβισμού και ότι τα πρώτα ίχνη αυτής της σύγχρονης θεωρίας της μάθησης κρύβονταν στους πλατωνικούς διαλόγους.
44. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 50
Α. Θεοδωρίδης, Π. Καρακατσάνης, Π. Αναστασιάδης Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως κοινωνικοπολιτικό αίτημα και ο παιδευτικός τόπος άρθρωσης και διασφάλισής της
abstract | view |  rights & permissions
Ενώ στον αρχαιοελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό προσδίδεται στον όρο «αξιοπρέπεια» ένα νοηματικό περιεχόμενο που έχει, ως επί το πλείστον, χαρακτήρα ηθικό, χαρακτηρίζοντας αποκλειστικά πρόσωπα δημόσια, από τον Kant και εφεξής η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποτελεί τον σηματωρό των περιεχομένων μιας δημοκρατικής έννομης τάξης και·παραπέμπει στα δικαιώματα, δηλαδή εκείνα που οφείλουν να ασκούν οι πολίτες μιας πολιτικής κοινότητας. Η καντιανή αυτή σύνδεση του ζητήματος της αξιοπρέπειας του ανθρώπου με το πρόβλημα της συστατικής θέσης της πολιτικής κοινότητας (και του κεντρικού ρεύματος της παράδοσης που ακολουθεί) έχει να αντιμετωπίσει μια διπλή δυσκολία: πρώτον, ότι η πολιτική κοινότητα στην οποία αναφέρεται συγκροτείται από τον τύπο του δυτικού πολίτη· δεύτερον, ότι οφείλει να λαμβάνει πάντα υπ’ όψη της το γεγονός πως την αξιοπρέπεια του ανθρώπου θα μπορούσε εν τέλει να τη διασφαλίσει η ίδια η ανθρωπότητα ως συγκροτούσα ένα συντεταγμένο και ενιαίο πολιτικό υποκείμενο. Εξίσου όμως η καντιανή αυτή απαίτηση υποθηκεύεται, ως προς την οπτική της θεμελίωσής της, τόσο σε έναν μεταφυσικό περιορισμό όσο και σε μια ιδεολογία. Στην πρώτη περίπτωση αναφερόμαστε στην ανάγκη θεμελίωσης της αξιοπρέπειας του ανθρώπου στη ratio, ενώ στη δεύτερη περίπτωση αναφερόμαστε στην ιδεολογία της προόδου, η οποία κατακυριάρχησε στο σύγχρονο δυτικό κόσμο. Η έξοδος από τις δυσκολίες αυτές δεν θα μπορούσε να είναι εύκολη. Ωστόσο, και μάλιστα στην προοπτική της αναζήτησης του παιδευτικού τόπου άρθρωσης και διασφάλισής της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο τόπος αυτός δεν είναι εκείνος μιας φιλοσοφικής θέσης, αλλά μιας πολιτικής ιδέας που αφορά τη θέσμιση της κοινωνίας ως πολιτικής κοινότητας και αντιστοίχως ενός πολιτικού βούλεσθαι.
45. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 50
Παύλος Περπερίδης Κριτική θεωρία και πολιτική εκπαίδευση
abstract | view |  rights & permissions
Μια σύγχρονη θεωρία της πολιτικής παιδείας οφείλει να διερευνήσει και να θεματοποιήσει εντός της εκπαίδευσης κινητήριους μηχανισμούς δημιουργίας και αναπαραγωγής «πρακτικών» χειραφέτησης και κοινωνικής αλληλεγγύης. Με αφετηρία αυτήν την κριτική χαμπερμασιανή διάγνωση της μοντέρνας κοινωνίας θα καταδείξουμε τις δυνατότητες που έχει η πολιτική στο βαθμό που ακόμη μπορεί να διαμορφώνει το εκπαιδευτικό σύστημα, δηλαδή να εισαγάγει και να ενδυναμώσει τις μορφές της διυποκειμενικής ρύθμισης, οι οποίες αφορούν «βιοκοσμικά αποθέματα», όπως τη συνεννόηση, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη εντός του πεδίου της διαπαιδαγώγησης. Η κρίση του πολιτικού και της πολιτικής πρέπει να κατανοηθεί μάλλον ως μια πρόκληση για τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής. Όμως ο εκσυγχρονισμός των συστημικών μηχανισμών που εκφράζεται με την υπερανάπτυξη των υποσυστημάτων της οικονομίας και της διοίκησης, που στηρίζονται στα «διευθυντικά» μέσα του χρήματος και της εξουσίας, διαβρώνει τις συμβολικές και τις «επικοινωνιακές δομές» του βιοκόσμου της εκπαίδευσης. Γι’ αυτόν το λόγο η σύγχρονη κριτική θεωρία της πολιτικής παιδείας στο πλαίσιο αυτού του αναδυόμενου μεταμοντέρνου πολιτικού πλουραλισμού καλείται, έχοντας ήδη αρθρώσει έναν κριτικό λόγο για την τεχνική, εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες των ηλεκτρονικών μέσων (ΜΜΕ, διαδίκτυο), να συμβάλει στην ανάδειξη, στην υποστήριξη και στην περαιτέρω ενδυνάμωση των ήδη εκπεφρασμένων τοπικών εκπαιδευτικών δράσεων.
46. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 51
Μαρία Αδάμ H ανοχή ως όρος και όριο της ανθρώπινης συνθήκης
abstract | view |  rights & permissions
Δομικό στοιχείο της ανθρώπινης συνείδησης, η ανοχή χρησίμευσε στην διαδρομή της ιστορίας, ως σύμφωνο συμβίωσης ατόμων, ομάδων ή τάξεων ανόμοιας κοινωνικοπολιτικής ισχύος και υιοθετήθηκε ως θέση ανάγκης ή ιδιοτέλειας στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Πίσω όμως από την περιπτωσιακή αποσπασματικότητα, η ανοχή δεν είναι μια παθητική, άκριτη ή υπολογιστική στάση αποδοχής αλλότριων ιδεών ή καταστάσεων. Είναι αντίθετα μια ενεργητική στάση της πολυδιάστατης ανθρώπινης φύσης. Ως άτομο, μέλος μιας κοινωνικής ομάδας και εκπρόσωπος του είδους, ο άνθρωπος, μέσα από την ανοχή, αναγνωρίζει και συνειδητοποιεί τη διαλεκτική φύση του, την πολυπλοκότητα του εσωτερικού μικρόκοσμου, της ατομικές και συλλογικές πραγματικότητες, του σταθμητούς και αστάθμητους παράγοντες της πορείας του. Έχοντας μία ευρεία καθοριστική δυναμική, όταν δεν φτάνει στην αλλοτρίωση, η ανοχή είναι όρος καθοριστικός της ανθρώπινης συνθήκης. Αναγνωρίζει τα προβλήματα, ακολουθεί τις αλληλεξαρτήσεις και τις συγκρούσεις τους, τα τροφοδοτεί και τα υπερβαίνει. Στηρίζει την ενότητα μέσα από τη διαφορετικότητα, την πολλαπλότητα του ενός όσο και την ενότητα μέσα από την πολλαπλότητα. Όταν η ανοχή στηρίζει την αντοχή της στην αυτογνωσία και στη δίκαιη εκτίμηση, οδηγεί στη λειτουργική ενότητα των μερών και στην απώτερη σύνθεσή τους στο Όλο. Στην σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, η ανοχή είναι όρος απαραίτητος για τη θεμελίωση της γήινης υπηκοότητας και τη δημιουργική ενότητα των ανθρώπων εντός της πλανητικής κοινότητας.
47. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 53
Εμμανουήλ Β. Περάκης Νόημα και αναφορά των κυρίων ονομάτων
abstract | view |  rights & permissions
Στην εργασία αυτή θα εξετάσουμε κατά πόσον τα κύρια ονόματα έχουν νόημα και αναφορά (sense and reference). Η αναφορά ενός ονόματος είναι το αντικείμενο στο οποίο αυτό το όνομα αναφέρεται, ενώ το νόημα ενός ονόματος είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτό το όνομα αναφέρεται στο αντικεί-μενο αυτό. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες που εξετάζουν αυτό το ζήτημα. Κατά τον J. S. Mill τα κύρια ονόματα είναι καθαρά αναφορικά. Σύμφωνα με την περιγραφική θεωρία του Gotlob Frege το νόημα και η αναφορά των κυρίων ονομάτων προσδιορίζονται στην πράξη από μια καθοριστική περιγραφή (defi-nite description). Σύμφωνα με την ‘ομαδική’ (cluster) θεωρία (J. Searle) το νόημα και η αναφορά των ονομάτων προσδιορίζονται στην πράξη από μια ομάδα περιγραφών. Επίσης υπάρχει η αιτιακή (causal) θεωρία των κυρίων ονομάτων (Kripke, Evans) στις διάφορες παραλλαγές της που είναι κατά κά-ποιον τρόπο επιστροφή στην θεώρηση του Mill και σύμφωνα με την οποία τα κύρια ονόματα είναι καθαρά αναφορικά. Κατά την αιτιακή θεωρία θα πρέπει να υπάρχει κάποια (γνωστή ή άγνωστη) αιτιακή αλυσίδα που συνδέει το όνομα με το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται, ενώ δεν θα έπρεπε να μας διαφεύγει και ο ρόλος που διαδραματίζει το κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιούμε τα ονόματα. Καμιά από τις θεωρίες αυτές δεν είναι πλήρης, όμως συνδυαστικά μπορούν να συντελέσουν στον πρακτικό προσδιορισμό του νοήματος και της αναφοράς των κυρίων ονομάτων.
48. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 54
Χαρίλαος Χάρακας Η πολυσήμαντη και πολυλειτουργική έννοια της δικαιοσύνης και η σημερινή της αμηχανία
abstract | view |  rights & permissions
Η δικαιοσύνη στο μυθολογικό στοχασμό, εμφανίζεται με την μορφή των θεοτήτων της Θέμιδος και της Δίκης. Στην ιστορική αρχαιότητα, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και μετά, η δικαιοσύνη ως «υψίστη αρετή», είναι κεντρικό θέμα της ελληνικής αρετολογικής παράδοσης, που μέσω των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων διατρέχει την βυζαντινή, μεταβυζαντινή και την νεότερη εποχή. Στη σύγχρονη εποχή η δικαιοσύνη έχει κεντρική θέση στον χώρο των αξιών. Προϋποθέτει την αρετή, γιατί γεννιέται στην συνείδηση του ενάρετου ανθρώπου και “εξαντικειμενίζεται”, για να αποτελέσει σταθερό κριτήριο ανθρώπινης δράσης, ατομικής αλλά και κοινωνικής. Στο πάνθεο των αξιών – προσωπικών, κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών – η δικαιοσύνη ως ακριβοδικία ή ως “ισότιμη αντιμετώπιση” (fairness) καλείται να αναλάβει τo ρόλο του “ρυθμιστή της εφαρμογής των αξιών”. Σταθμίζει τις σχέσεις ελευθερίας και ισότητας, η προσφυής αναλογία των οποίων προσφέρει στην Κοινωνία την μέγιστη ωφέλεια. Εξ άλλου, έχει αναγνωριστεί ότι το δίκαιο δεν νοείται ως αξιολογικά ουδέτερο, όπως το έχει οραματιστεί ο νομικός θετικισμός, αλλ’ ότι το εμπνέει και το εμπλουτίζει η ιδέα της δικαιοσύνης μέσω της νομοθεσίας της αλλά και μέσω της Δικαστικής Εξουσίας, κατά την ερμηνεία και απονομή της Δικαιοσύνης. Παρ’ όλη όμως την διαχρονική παρουσία και αναγνώριση της δικαιοσύνης ως υψίστης αρετής και αξίας σήμερα, η εκτροπή των παγκοσμιοποιημένων αγορών, αναστατώνει τις δομές των κοινωνιών, ενώπιον μιάς αμήχανης δικαιοσύνης.
49. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 59
Αγνή Παπαδοπούλου Οπτική εκπαίδευση υπό το πρίσμα των νευροβιολογικών λειτουργιών: Επανεξετάζοντας το ζήτημα της αισθητηριακής αντίληψης και της επενέργειας του νου κατά τον Αριστοτέλη
abstract | view |  rights & permissions
Η συγκεκριμένη εκπαιδευτική έρευνα δράσης πραγματοποιήθηκε σε δομές μη τυπικής εκπαίδευσης (ΣΔΕ) και στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (TEI Δυτικής Μακεδονίας) με στόχο την προαγωγή ενός νέου παιδευτικού μοντέλου εντοπισμού αμιγώς οπτικών φορμών και ανάπτυξης ισχυρής πλαστικής σκέψης. Το εφαλτήριο τoυ συγκεκριμένου project είναι η Αριστοτελική σκέψη. Αναλύθηκαν χωρία ή παραθέματα από τα έργα του Αριστοτέλη θέτοντας ερωτήματα που αφορούν τις λειτουργίες της αίσθησης, της μνήμης, της φαντασίας, του νου. Υιοθετείται η άποψη του Αριστοτέλη ότι το βίωμα της προσωπικής εμπλοκής προκαλεί μία ιδιοποίηση της αλήθειας και η διάκριση των δύο μορφών του νου (παθητικός νους και ποιητικός νους) είναι συνώνυμη της διάκρισης μεταξύ βιολογικής λειτουργίας (εγκέφαλος) και ενεργητικής λειτουργίας της σκέψης (εννοιακά εξερχόμενα). Tο αισθησιοκρατικό μοντέλο θεμελιώνεται τόσο νευροφυσιολογικά όσο και κοινωνιολογικά. Σήμερα περισσότερο από ποτέ, σε έναν κόσμο παραγόμενο από προσομοιώσεις, η τέχνη της όρασης πρέπει να προσεγγίζεται αισθητικά και όχι αφηγηματικά, αποβλέποντας στην όξυνση των αισθησιοκρατικών δυνατοτήτων των εκπαιδευόμενων, καθώς επιχειρείται επίσης καλύτερη διαχείριση του οπτικού υλικού. Η οπτική εκπαίδευση επιδιώκει να αποκαθάρει γνωσιακούς τομείς από επενδύσεις με τρέχουσες ιδεολογίες, με πολιτισμικές προκαταλήψεις, με επιβιωτικές πρακτικές και στοχεύει στην αντικειμενικότητα, στην καθαρότητα και στη φυσιολογική αναγκαιότητα.
50. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 59
Regina Argyraki, Ilias Koromilas Όταν οι νευροεπιστήμες συναντούν τη φιλοσοφία: (κρύβουν ένα πρόβλημα κάτω από το χαλί)
abstract | view |  rights & permissions
Οι σκοποί αυτού του άρθρου (που αποτελεί έρευνα εν εξελίξει) είναι δύο: α) Να προκρίνει ένα αισθησιοκρατικό μοντέλο εκπαίδευσης που να βασίζεται σε νευροεπιστημονικά δεδομένα, έναντι ενός παρωχημένου εννοιοκρατικού που βασίζεται στη φιλοσοφία της γλώσσας. Ο βασικός λόγος είναι το γεγονός ότι παρατηρείται διάσταση μεταξύ της εκτεταμένης χρήσης των εννοιοκρατικών κυρίαρχων εξισορροπήσεων που εφαρμόζονται στην εκπαίδευση, ενώ το zeitgeist του εικοστού αιώνα περιγράφεται ως Εποχή των Εικόνων και καθώς ο πολιτισμός μας χαρακτηρίζεται ήδη ως Οπτικός. Επομένως, οι εκπαιδευόμενοι (μέλη διαφορετικών πολιτισμικών υποομάδων) πρέπει να αντιμετωπίσουν μιαν εσωτερική αντίφαση στο μεταμοντέρνο περιβάλλον των μεγα-αστικών υποδοχέων στους οποίους συνωθούνται: είναι καθημερινά δέκτες από ένα τεράστιο κύμα ανιεράρχητης οπτικής πληροφορίας από κάθε είδους δίαυλο επικοινωνίας, δίχως όμως να είναι κατάλληλα εξοπλισμένοι έτσι, ώστε να είναι σε θέση να την κατηγοριοποιήσουν, να την ταξινομήσουν και να την εκτιμήσουν. Κυρίως όμως, δεν μπορούν να διαχειριστούν την ανάδυση της συνείδησης, του μόνου νοητικού φαινομένου πρώτης τάξης και του κατ’ εξοχήν που χαρακτηρίζει το κυρίαρχο βιολογικό είδος. β) Να καταδείξει την ανάγκη νευροεπιστημονικού προσδιορισμού της συνείδησης και τις πιθανές του κατευθύνσεις, καθώς οι απόπειρες εξαφάνισης του όρου από τα νευροεπιστημονικά δεδομένα, κατέληξαν εντελώς ανεπιτυχείς και αδέξιες.
51. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 6
Κλείτος Ιωαννίδης Πλατωνική Πατερική διανόηση (Νύσσης Γρηγόριος)
abstract | view |  rights & permissions
Όταν καταπιάστηκαν οι χριστιανοί συγγραφείς με τη λογική οικοδομή της πίστης, γρήγορα κατάλαβαν το χρέος τους να απομακρύνουν από το έργο τους κάθε υποκειμενισμό, να συλλάβουν τη θρησκευτική ουσία με κάθε δυνατή αντικειμενικότητα. Γι’ αυτό το λόγο προσέφυγαν στην Ελληνική σκέψη που διέθετε για αυτό της το έργο όχι μόνο άφθονο υλικό, αλλά και τις επιστημονικές μεθόδους, τα όπλα της λογικής. Η ύψιστη αυτή ανάγκη των Πατέρων τους οδήγησε στον Πλατωνισμό, δηλαδή στη μελέτη των έργων του Πλάτωνος και των Νεοπλατωνικών, όπως του Πλωτίνου, του Πορφύριου και του Πρόκλου, χωρίς φυσικά να αγνοήσουν τον Αριστοτέλη, τους Στωικούς και άλλους σημαντικούς εκπροσώπους της ελληνικής σκέψης. Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της γόνιμης συνάντησης της χριστιανικής με την ελληνική σκέψη. Και δεν είναι τυχαίο που ο Κλήμης Αλεξανδρείας θεωρεί ότι υπάρχουν στην Εκκλησία δύο Παλαιαί Διαθήκαι, η των Ελλήνων και η των Εβραίων, και οι δύο παιδαγωγοί εις Χριστόν. Και ο Ιουστίνος ο μάρτυς ο φιλόσοφος, μαθητής του αρχαίου λόγου και της θύραθεν σοφίας, θεωρεί ότι όσα είναι καλώς ειρημένα ανήκουν στους χριστιανούς. Καταφεύγοντας σ’ έναν Πλατωνικό φιλόσοφο λέγει: «εφοιτούσα, όσο πιο συχνά μπορούσα κι έτσι έκαμα προόδους. Κάθε μέρα προχωρούσα όλο και περισσότερο. Η κατανόηση των ασωμάτων όντων με αιχμαλώτιζε σε ύψιστο βαθμό. Η θεωρία των ιδεών έδιδε φτερά στο πνεύμα μου, τόσο που μέσα σε λίγο καιρό πίστεψα πως είχα γίνει σοφός! Ήμουν μάλιστα αρκετά ανόητος, ώστε να ελπίζω ότι θα έβλεπα τον Θεό, γιατί αυτός είναι ο σκοπός της φιλοσοφίας του Πλάτωνος». Άλλωστε και ο Κλήμης Αλεξανδρείας και αυτός σπουδαστής ενδελεχής του αρχαίου λόγου, ομιλώντας για το θείο γνόφο, στον οποίο εισήλθε ο Μωυσής, ακολουθώντας την αλληγορική οδό της Αλεξανδρινής σχολής, θα μας πει ότι αντιστοιχεί με τις άρρητες και αειδείς ιδέες του όντος, γιατί ο Θεός βέβαια δεν βρίσκεται εν σκότει ή εν τόπω, αλλά πέρα από τον τόπο και από τον χρόνο και από την ποιότητα των όντων. Οι άρρητες και αειδείς ιδέες είναι Πλατωνική ανακάλυψη και Πλατωνική φιλοσοφική διατύπωση. Έτσι ο ελληνισμός δεν πέθανε τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, έστω και αν ο φανατισμός δολοφόνησε, κατακρεουργώντας την πανέμορφη φιλόσοφο και μαθηματικό Υπατία στην Αλεξάνδρεια. Πέθανε κάποια μορφή ελληνισμού, αφού επέτρεψε την αφομοίωσή του από τα καινούργια πνευματικά ρεύματα, τα οποία εξελλήνισε και γονιμοποίησε δημιουργικά στη συνέχεια, παραμένοντας σωστός και ακέραιος πνευματικά έναντι του πνεύματος του ανθρώπου και του συνειδητού εαυτού του. Ο ελληνισμός, ως λόγος και ως σκέψη, απορροφημένος από τους Έλληνες Πατέρες, οι οποίοι σπουδάζουν στην Αθήνα (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός), στην Αντιόχεια (Ιωάννης Χρυσόστομος), στην Αλεξάνδρεια (Κλήμης, Ωριγένης, Μ. Αθανάσιος κ.ά.) από τον Β΄ κιόλας αιώνα συντηρείται με τα πιο έντονα στοιχεία του εντός του χριστιανισμού (μέθοδος διαλεκτική, θεωρία, ενατένιση, απομάκρυνση από τα αισθητά, λόγος και έκσταση), αλλά και με την αλληγορική μέθοδο (σπήλαιον της Πολιτείας του Πλάτωνος, υπερουράνιος τόπος και υπερουράνια κίνηση, Φαίδρος, πνευματική γεωγραφία Φαίδωνος, δημιουργός του Τιμαίου, Αριστοτέλης, Στωικοί, Πλωτίνος και νεοπλατωνισμός, Ιάμβλιχος και μυστήρια (θεουργία) και άλλα πολλά, όπως Βάκχαι Ευριπίδου (πρβλ. π. Festugiere, Jean Danielou, Nock, Β. Ν. Τατάκη). Η ελληνική σκέψη, με τους εκλεκτούς εκπροσώπους της και επικεφαλής τον Πλάτωνα ασκεί και προπαρασκευάζει τον χριστιανό υποψήφιο προς την αλήθεια. Έτσι τα πολύτιμα σπέρματα των Εθνικών, όπως τα αποκαλούσε ο Ιουστίνος, συνταιριάζονται και εναρμονίζονται με την αποκάλυψη του Θεού που γίνεται εν Χριστώ Ιησού, και με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος, όπως εμφανίζεται δυναμικά και πύρινα στο ιερό υπερώο των Ιεροσολύμων την άγια ημέρα της Πεντηκοστής. Φυσικά, φώτα ελληνικά αποτελούν την έναρξη της οδού προς την Αλήθεια και την ολοκλήρωση αυτού του δύσκολου και σταυρικού δρόμου προς τη θεία Αποκάλυψη. Με τη δύναμη του Τριαδικού Θεού και με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, ως δύναμης εξ ύψους, μπορεί ο αγωνιστής χριστιανός να σωθεί και από την Σωκρατική αυτογνωσία (ο άσωτος υιός ήλθε εις εαυτόν και αναστάς επέστρεψε προς τον Πατέρα, οδηγήθηκε προς τη θεογνωσία και το μυστήριο του Θεού). Οδύσσεια και η μία οδός, Οδύσσεια και η άλλη. Και στις δύο περιπτώσεις ο πιστός χρειάζεται το φως του Ευαγγελίου και τη θεία χάρη.
52. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 6
Jan Zozulak Η επιρροή της βυζαντινής σκέψης στο σχηματισμό της πολιτιστικής ταυτότητας των Σλάβων στη Μεγάλη Μοραβία
abstract | view |  rights & permissions
Η πρώτη επαφή της βυζαντινής φιλοσοφίας με την περιοχή της Μεγάλης Μοραβίας σχετίζεται με τη χριστιανική ιεραποστολή των αδελφών Κωνσταντίνο Φιλόσοφο και Μεθόδιο. Προκειμένου να διευκολύνουν την προσέγγισή τους προς τους Σλάβους, ο Κωνσταντίνος επινόησε το γλαγολιτικό αλφάβητο. Έτσι βοήθησε τους Σλάβους να αναπτύξουν τον πολιτισμό και τη φιλοσοφία τους, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη μετέπειτα εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης των Σλάβων. Φαίνεται ότι στην αρχή της φιλοσοφικής σκέψης των Σλάβων βρίσκεται ο ορισμός της φιλοσοφίας του Κωνσταντίνου Φιλοσόφου. Ο σχηματισμός της φιλοσοφικής σκέψης του Κωνσταντίνου βασίζεται στη χριστιανοθεολογική παράδοση. Με το έργο του αναπτύσσονται οι σκέψεις της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινοχριστιανικής φιλοσοφίας στη Μεγάλη Μοραβία. Το ζήτημα της επιρροής της βυζαντινής φιλοσοφίας στην ανάπτυξη του πολιτισμού των Σλάβων χρειάζεται βαθιά εξερεύνηση, επειδή ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος δεν περιορίστηκαν μόνο στη μετάδοση της χριστιανικής πίστης, αλλά φρόντισαν να τη μεταλαμπαδεύσουν στους σλαβικούς λαούς και στο βυζαντινό πολιτισμό. Οι Σλαβικοί λαοί εξαιτίας της επαφής τους με τη βυζαντινή παράδοση με την οποία ανατράφηκαν, κατόρθωσαν να αποκτήσουν την εθνική και πολιτιστική τους ταυτότητα. Από το 2001 στη Σλοβακία ξεκίνησε μία προσπάθεια για την έρευνα της βυζαντινής φιλοσοφίας στο πλαίσιο των σχέσεων του βυζαντινού πολιτισμού και της σημερινής ευρωπαϊκής σκέψης.
53. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 6
Ηλίας Τεμπέλης «Ὁ διάλογος κόσμος ἐστὶν καὶ ὁ κόσμος διάλογος»: Η πρώιμη βυζαντινή θεωρία της αντιστοιχίας μεταξύ πλατωνικών διαλόγων και κοσμικής πραγματικότητας
abstract | view |  rights & permissions
Στη Νεοπλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας στα τέλη του 6ου αιώνα ο ανώνυμος Χριστιανός (αμφίβολο) συγγραφέας των Προλεγομένων τῆς Πλάτωνος φιλοσοφίας προχώρησε σε μία μάλλον ολοκληρωμένη καταγραφή της θεωρίας περί της αμοιβαίας αντιστοιχίας μεταξύ των στοιχείων των πλατωνικών διαλόγων και των στοιχείων και αιτίων κάθε κοσμικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία ο σχολιαστής κάθε πλατωνικού διαλόγου πρέπει να στρέφει την προσοχή του στην αντιστοιχία των στοιχείων του (πρόσωπα - χρόνος και τόπος, χαρακτήρ, τρόπος τῆς συνουσίας, ἀποδείξεις, πρόβλημα και ἀγαθόν) τόσο προς τα έξι στοιχεία του σύμπαντος (ὕλη, εἶδος, φύσις, ψυχή, νοῦς και θεός), όσο και προς τα έξι αί-τια κάθε κοσμικής πραγματικότητας (ὑλικόν, εἰδικόν, ποιητικόν, ὀργανικόν, παραδειγματικόν και τελικόν). Ως προς αυτήν τη θεωρία, ο ανώνυμος συγγρα-φέας των Προλεγομένων στηρίζεται σε κάποιον βαθμό σε σχόλια του Πρόκλου σε πλατωνικούς διαλόγους. Έτσι η θεωρία είναι τυπικά νεοπλατωνική, αφού βασίζεται στην αναλογία και την οντολογική ιεραρχία. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί και ως παιδαγωγική στρατηγική, η οποία επέτρεπε στα μέλη της Σχολής της Αλεξάνδρειας αρχικά να κατανοούν τις αναλογίες των στοιχείων των πλατωνικών διαλόγων προς τα στοιχεία και τα αίτια του υλικού και του μεταφυσικού κόσμου και, πιο σημαντικό, να αντιλαμβάνονται την πλατωνική διδασκαλία.
54. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 6
Στυλιανή Ν. Καργιώτη Αυτοκαθορισμός και πρόνοια: Αναφορά στο Δαμασκηνό και στο Βοήθιο
abstract | view |  rights & permissions
Ο άνθρωπος συνηθίζει να ζη μέσα στο πλέγμα μιας ψευδούς συνείδησης. Επειδή ο κόσμος είναι πολύπλοκος, η πιο λογική θέση είναι να παραδεχτούμε ότι εντός του ανθρώπου υπάρχουν περισσότερα από ένα στρώματα διαθέσεων, εστίες στοχασμών και κέντρα αποφάσεων. Όταν ενεργοποιείται το ένα, τα άλλα δεν αχρηστεύονται, αλλά βρίσκονται παροπλισμένα σε λανθάνουσα κατάσταση και περιμένουν την ώρα τους. Όμως ο άνθρωπος αποτελείται και από τα ενεργά και από τα λανθάνοντα αυτά στοιχεία που δεν έχουν ακόμα ενεργοποιηθεί ή δεν πρόκειται ποτέ να ενεργοποιηθούν. Έτσι ο άνθρωπος που πλανάται απομακρύνεται από το Θεό και αγνοεί την τάξη του κόσμου. Εξαιτίας αυτής της άγνοιας καταφεύγει αβίαστα σε λανθασμένες ερμηνείες των συμβαινόντων. Η παρούσα ανακοίνωση χρησιμοποιεί περιορισμένα τις θέσεις του Δαμασκηνού και του Βοηθίου ως «επίβασιν» - για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα - προκειμένου να προχωρήσει στη συγκρότηση μιας προβληματικής για τον αυτοκαθορισμό και την πρόνοια. Ειδικότερα, θα υποστηριχτεί ότι οι πράξεις του ανθρώπου κυβερνώνται αφ’ εαυτών και δεν εξαρτώνται από έναν κατευθυντήριο μοχλό της τύχης, δηλαδή από μια αλυσίδα αιτίων ακούσιων ή απροσδόκητων. Εν συνεχεία θα εξετασθεί η σχέση Θεού και πρόνοιας, όπου θα δειχτεί πως ο παντογνώστης Θεός, ως το ύψιστο αγαθό, εσωκλείει την αγάπη και απεμπολεί το κακό, χωρίς να αίρει την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης.
55. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 61
Σοφία Σιμιτζή Η φιλοσοφική θεματοποίηση του μυστικισμού στον William James
abstract | view |  rights & permissions
Στο πλαίσιο του δαρβινισμού του 19ου αιώνα ο W. James φαίνεται να επηρεάζεται έντονα από μια βιολογική προσέγγιση. Η τελεολογική αντίληψη του James για το νου και η υπεροχή που αποδίδει στη δράση κάνει την εμφάνισή της, περιορίζοντας τη σημασία των πνευματικών αναζητήσεων. Έτσι φαίνεται να παρουσιάζει την ανθρωπότητα ιδιαίτερα κινητοποιημένη από την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών και των πρακτικών στόχων. Ο ριζοσπαστικός του εμπειρισμός αποτελεί μια προσπάθεια να αναλυθεί η φύση της πραγματικότητας σε ένα φιλοσοφικό επίπεδο, το οποίο θα αποκαλύπτει τη σημασία της γνήσιας εμπειρίας. Πρόθεσή του δεν είναι να αγνοήσει τις ρεαλιστικές πραγματικότητες της κοινής λογικής που περιγράφονται στη συνήθη γλώσσα, αλλά να διαφωτίσει τη σκοτεινή πλευρά τους και να τοποθετήσει αυτές στο πλαίσιο μιας οντολογικής θεωρίας. Εν ολίγοις ο,τιδήποτε πραγματικό πρέπει κατά κάποιον τρόπο να βιωθεί και ό,τι βιώνεται πρέπει με κάποιον τρόπο να είναι πραγματικό. Σύμφωνα με τη θεωρία περί του πεδίου του James, οι μυστικιστικές εμπειρίες είναι αποτέλεσμα των φυσικών και των υπερφυσικών σχέσεων. Όχι μόνο δεν μας παρουσιάζουν «υποβλητικές» πληροφορίες για τη δομή της καθημερινής πραγματικότητας, αλλά μας παρέχουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την υποτιθέμενη ύπαρξη της αοράτου τάξης του εαυτού μας και της πραγματικότητας, έχοντας ως θεμελιώδη ουσία τη ροή της εμπειρίας και το ρεύμα αυτής της σκέψης. Αντλώντας από τη συγγραφή των μυστικιστών, ο James χαρακτηρίζει τη μυστικιστική εμπειρία ως άρρητη, ως μια νοερή ποιότητα και ως παροδική και παθητική, η οποία μπορεί και πρέπει να περιορίζει τη δεδομένη νατουραλιστική μας αντίληψη για όλα τα πράγματα.
56. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 62
Δημήτριος Σ. Πατέλης Πτυχές του δια της πληροφορικοποίησης εκφυλισμού της έρευνας επί κεφαλαιοκρατίας
abstract | view |  rights & permissions
Στην ανακοίνωση1 εξετάζονται ορισμένες τάσεις που εκδηλώνονται στην επιστημονική δραστηριότητα, ως αποτέλεσμα των οποίων η πληροφορία αποσπάται από τη γνωστική διαδικασία και λειτουργεί ως αυταξία, σε αντιδιαστολή με την πραγματική σημασία της και την αυθεντική γνώση. Έτσι, η προσοχή επικεντρώνεται στην τεχνολογία κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης της πληροφορίας. Αυτή η τάση συνδέεται με την θριαμβευτική επιβολή ποικίλων επιστημομετρικών, βιβλιομετρικών κ.ο.κ. δεικτών, και τη συνακόλουθη εκθετική αύξηση της παραγωγής-προαγωγής επιστημονικών δημοσιεύσεων. Δεδομένου ότι η ταχύτητα πρόσληψης και αντίδρασης στην πληροφορία είναι αντιστρόφως ανάλογη του βάθους και της κριτικής επεξεργασίας της, εξυπακούεται ότι και οι δυνατότητες αποκωδικοποίησης, γενίκευσης και διακρίβωσης της πραγματικής συμβολής μιας εκάστης των δημοσιεύσεων στην προαγωγή της πραγματικής έρευνας, είναι νομοτελώς αντιστρόφως ανάλογες του όγκου και των ρυθμών αύξησής τους. Η ίδια η αλήθεια μετατοπίζεται από την αναφορά στο μέρος του επιστητού που συνιστά το γνωστικό αντικείμενο, στο καθ’ ύλην αρμόδιο θεσμικό συλλογικό υποκείμενο, τα κριτήρια του οποίου ανάγονται πρακτικά στο δίκτυο καταχώρησης και αναγνώρισης της σχετικής πληροφορίας, ενώ ο επιστήμονας υποβαθμίζεται σε τεχνολόγο, εξειδικευμένο στη χρήση τεχνικών προσπορισμού νέων επιστημονικών γεγονότων και δεδομένων, ή στην επιτήδειο επιλεκτική εμπλοκή σε συγκυριακά δημοφιλείς θεματικές, που του διασφαλίζουν ευάριθμες δημοσιεύσεις, αναφορές, αναγνώριση, κ.ο.κ. Η “έρευνα” ανάγεται συχνά σε επιστημονικοφανείς λεκτικοποιήσεις παραστάσεων, σε διαχείριση του λόγου (του κειμένου), σε συνειρμικές (ή και ασυνάρτητες) αναφορές και “θεματοποιήσεις”, σε “πλαισιώσεις” και ”αναπλαισιώσεις” κατά το δοκούν, κ.ο.κ. εντός ενός τελετουργικά προσδιορισμένου πλαισίου βερμπαλισμών και λεξιλαγνείας. Η υπέρβασή αυτού του καταστροφικού αδιεξόδου είναι εφικτή μόνο στην κατεύθυνση του αγώνα για αυθεντικά επιστημονική θεωρία, μεθοδολογία και στάση ζωής, βάσει της λογικής του γνωστικού αντικειμένου και των πραγματικών αναγκών της ανθρωπότητας.
57. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 67
Νικήτας Αλιπράντης Yφή των σχέσεων φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας και ο κοινωνιολογισμός
abstract | view |  rights & permissions
Οι σχέσεις φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας συνδέονται με τις διαφορές του αντικειμένου και της μεθόδου, οι οποίες καθορίζονται κατ’ ανάγκην από τις θεωρήσεις των κοινωνιολόγων. Συνεπώς η μόνη οδός για να προσδιορισθούν οι σχέσεις τους είναι η κατάρτιση μιας τυπολογίας με βάση την σχηματική ταξινόμηση των κοινωνιολογικών θεωρήσεων, ατομικών ή συλλογικών (σχολών). Λόγω της τεράστιας ποικιλίας των τελευταίων, μόνον ως απόπειρα μιας μερικής τυπολογίας μπορεί να νοηθεί η παρούσα εισήγηση. Με αυτό το δεδομένο μπορούν ενδεικτικά να κατηγοριοποιηθούν οι σχέσεις σε πέντε ομάδες: 1) σύμπτωση (συνύπαρξη) κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας στο ίδιο πρόσωπο (G. Simmel, σχολή της Φρανκφούρτης), 2) αβαθής φιλοσοφική βάση στην πρώιμη εξελικτική κοινωνιολογία (A. Comte, H. Spencer), 3) συγκεκριμένες αλλά διαφοροποιημένες επιδράσεις της φιλοσοφίας στην κοινωνιολογία (επιλεκτική αναφορά: F. Tönnies, M. Weber), 4) επαμφοτερίζουσα και προβληματική σχέση του θετικιστικού εμπειρισμού με τη φιλοσοφία· εν προκειμένω μπορούν να διακριθούν σχηματικά οι εξής εκφάνσεις: α) αίτημα ανεξαρτησίας από τη φιλοσοφία (E. Durkheim, V. Pareto), β) απόπειρα σύνθεσης των αντιθετικών κατευθύνσεων, ιδεαλιστικής–θετικιστικής (T. Parsons), γ) πραγματιστικές και ψυχολογικές καταβολές του αμερικανικού συμπεριφορισμού – και συναφώς του δομολειτουργισμού – και ακραίος εμπειρισμός (κοινωνιολογισμός), τέλος 5) η κατά βάση νιτσεϊκής επίδρασης άρνηση της κοινωνιολογίας στο μεταμοντερνισμό (J. F. Lyotard, J. Baudrillard, κ.ά.).
58. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 69
Χριστόφορος Ευθυμίου Κυριαρχία και δικαιοσύνη στην πλατωνική Πολιτεία και στην πρυτανική ομιλία του Heidegger
abstract | view |  rights & permissions
Στόχος της ανακοίνωσης είναι η διερεύνηση των εννοιών της κυριαρχίας και της δικαιοσύνης στην πλατωνική Πολιτεία και στην πρυτανική ομιλία του Heidegger, η οποία εκφωνήθηκε το 1933. Δικαιοσύνη για τον Πλάτωνα σημαίνει ότι κάθε πολίτης αλλά και κάθε κοινωνική βαθμίδα πράττουν όσα αρμόζουν στη θέση τους. Οι ρόλοι στη ιδανική πολιτεία διανέμονται αναλόγως προς τη γνώση που διαθέτει κάθε βαθμίδα κατά το εξωπολιτικό θεμέλιο των όντων αλλά και της ανθρώπινης συμβίωσης σε σχέση προς την ιδέα του αγαθού. Άρα δικαιοσύνη σημαίνει συμμόρφωση της λειτουργίας της πολιτείας προς το μεταφυσικό θεμέλιο της παρουσίας των όντων. Κυριαρχία είναι η θεσμικά κατοχυρωμένη πράξη με την οποία επιτυγχάνεται αυτή η συμμόρφωση. Η κυριαρχία επιβάλλεται να ασκείται μόνον από τους γνώστες της ιδέας του αγαθού, από τους φιλοσόφους. Η διασύνδεση αυτή μεταφυσικού θεμελίου, δικαιοσύνης και κυριαρχίας διατρέχει το σύνολο της μεταφυσικής διανόησης και φτάνει, mutatis mutandis, και στον Heidegger. Στην πρυτανική του ομιλία το 1933 αλλά και σε άλλα κείμενα της συγκεκριμένης περιόδου ο Heidegger εφαρμόζει τις κατηγορίες της θεμελιώδους οντολογίας του, οι οποίες αρχικώς αφορούσαν την υπαρκτική αναλυτική του ατομικού Dasein (Ώδε είναι), σε ολόκληρο το σώμα του γερμανικού λαού. Διακρίνει, όπως και ο Πλάτων, τρεις κοινωνικές βαθμίδες, προς τις οποίες θα πρέπει οι Γερμανοί φοιτητές να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Υποστηρίζει ότι η βαθμίδα της γνώσης και κυρίως οι φιλόσοφοι στο βαθμό που διαθέτουν την οντολογική γνώση ενός νέου τύπου θεμελίου, την κατανόηση δηλαδή του νοήματος του Είναι των όντων, θα πρέπει να αναλάβουν την πνευματική κυριαρχία και να συνεπικουρούν τον ηγέτη. Στην περίπτωση του Heidegger η δικαιοσύνη νοείται ως αποφασιστική συναρμογή της βούλησης του λαού, η οποία πραγματώνεται με την καθοδηγούμενη από τους φιλοσόφους κυριαρχία του ηγέτη, προς μια ιστορική αποστολή, η οποία προσδιορίζεται σε τελική ανάλυση από το είναι του γερμανικού Dasein και κατ’ επέκταση από το Είναι των όντων.
59. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 69
Σταύρος Καπνάς Πολιτική φιλοσοφία με επίκεντρο το έργο Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως του John Locke
abstract | view |  rights & permissions
Η παρούσα ανακοίνωση επικεντρώνεται στο έργο Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως του John Locke και ερευνά τους δύο θεμελιακούς άξονες της Δεύτερης πραγματείας, οι οποίοι εκφράζουν το σύνολο της πολιτικής θεωρίας του Locke. Αρχικά γίνεται αναφορά στη θεωρία περί καταπιστεύματος που αποτελεί και τη βάση της πολιτικής θεωρίας του Lοcke. Οι άνθρωποι προκειμένου να διαφυλάξουν τα δικαιώματά τους με κορυφαίο εκείνο της ζωής, προχωρούν από την πρότερη φυσική κατάσταση στην ενοποιημένη ανθρώπινη κατάσταση, η οποία ονομάζεται κοινότητα. Κατά τη φάση της συγκροτήσεως της κοινότητας, τα μέλη της εκλέγουν τους εκπροσώπους τους, οι οποίοι αναλαμβάνουν το έργο της υπεράσπισης του συνόλου των ανθρωπίνων αναγκών. Η μετάθεση των εξουσιών από την κοινότητα προς τους εκπροσώπους γίνεται βάσει μίας συμφωνίας, η οποία συνάπτεται ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας και στους εκπροσώπους. Η συμφωνία αυτή ονομάζεται καταπίστευμα (ή νομοθεσία). Η τήρηση του καταπιστεύματος είναι υποχρεωτική και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή και από την κοινότητα και από τους εκπροσώπους. Η μη σωστή τήρηση των κανόνων του καταπιστεύματος από τους εκπροσώπους της κοινότητας συνιστά αθέτηση της αρχικής συμφωνίας (αθέτηση του καταπιστεύματος). Στην περίπτωση αυτή τα μέλη έχουν την δυνατότητα να καταφύγουν στο νόμιμο δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής. Μπορούν δηλαδή να αφαιρέσουν την εξουσία από τους εκπροσώπους τους και να εκλέξουν νέους. Η πολιτική θεωρία του Locke βασίζεται με σαφήνεια στην αρχή της πλειοψηφίας. Ο θεμελιακός παράγοντας για τις πολιτικές αποφάσεις είναι η γνώμη της πλειοψηφίας των πολιτών. Φθάνουμε τώρα στον δεύτερο σημαντικό πυλώνα που συγκροτεί την πολιτική θεωρία του Locke. Αναφέρομαι στο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας και της υπεράσπισής του. Το πολιτικό σύστημα που προκύπτει μέσα από την θεωρία του Locke στηρίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα ο φιλόσοφος υποστηρίζει πως από τη στιγμή που ο άνθρωπος εναποθέτει την προσωπική του εργασία σε ένα υλικό αγαθό για την παραγωγή και την απόκτηση του, τότε αυτό το αγαθό περνά δικαιωματικά στην ιδιοκτησία του ανθρώπου. Η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επιβίωση του ατόμου. Στην πρότερη φυσική κατάσταση απαγορευόταν να οικειοποιηθεί ο άνθρωπος ένα αγαθό, γιατί τα πάντα ανήκαν στους πάντες. Όμως, όταν αυτό το αγαθό (π.χ. ένα τρόφιμο) είναι απαραίτητο για την επιβίωση του ανθρώπου, τότε το φαινόμενο της οικειοποίησης και περαιτέρω της ιδιοκτησίας κρίνεται ως αναγκαίο. Στην προκείμενη περίπτωση δεν χρειάζεται η συγκατάθεση ολόκληρης της κοινότητας, όπως συνέβαινε κατά τη φυσική κατάσταση. Παρά ταύτα το προνόμιο της ατομικής ιδιοκτησίας διέπεται από όρια. Σύμφωνα με τον Locke το μέγεθος της ατομικής ιδιοκτησίας πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να καλύπτεται το σύνολο των αναγκών του ανθρώπου. Το αυξημένο μέγεθος της ατομικής ιδιοκτησίας ενός ατόμου εγκυμονεί τον κίνδυνο της απειλής των δικαιωμάτων των υπολοίπων μελών της κοινότητας. Αυτό που ένας άνθρωπος έχει ως περίσσευμα, κάποιος άλλος το στερείται. Ο Locke στο πλαίσιο μίας κοινωνικά δίκαιης πολιτικής προτείνει την αναδιανομή του εισοδήματος με ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα. Με τη φορολόγηση στο περίσσευμα των υψηλών εισοδημάτων επιτυγχάνεται η αναδιανομή του πλούτου και κυρίως η κάλυψη των αναγκών των οικονομικά ασθενέστερων. Ο Locke με αυτόν τον τρόπο γίνεται ο εμπνευστής του κοινωνικού κράτους.
60. Proceedings of the XXIII World Congress of Philosophy: Volume > 69
Σταύρος Π. Κάρτσωνας Αυτονομία και πολιτική πραγματικότητα: Το παράδειγμα της αρχαίας Αθήνας σε αντιδιαστολή προς τη σημερινή Ελλάδα
abstract | view |  rights & permissions
Γιατί ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων πολιτών επιλέγει να μην υπακούει τους νόμους του κράτους; Η έλλειψη νομιμότητας, η νομιμοφάνεια και η πολιτική ανυπακοή αποτελούν προβλήματα μείζονος σημασίας για το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Στη σύντομη αυτή ανακοίνωση υποστηρίζεται ότι αυτά τα προβλήματα αποτελούν όχι μόνο συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αλλά τον αναπόδραστο απότοκο της έλλειψης πολιτικής αυτονομίας που διέπει την κοινωνία μας, γέννημα-θρέμμα μιας βαθύτατης κοινωνικοπολιτικής νωθρότητας, που επιτρέπει τη χειραγώγηση των πολιτών της. Θα προβληθεί το παράδειγμα του ελεύθερου πολίτη της αρχαίας Αθήνας σε αντιδιαστολή προς αυτό του σημερινού Έλληνα ιδιώτη, για να καταδειχθεί γιατί η ακραιφνής τήρηση των νόμων εκ μέρους ενός πολιτικού υποκειμένου συνεπάγεται αναμφίλεκτα μια πηγάζουσα εκ των έσω ενεργητική νομοθετική βούληση, σύμφωνα με την οποία θα συνδιαμορφώνει ισότιμα με τους υπόλοιπους κοινωνούς της πολιτικής κοινότητας, το νομοθετικό σύστημα που διέπει τη ζωή του.